- μοναχήν
- μοναχήfem acc sg (attic epic ionic)μοναχόςuniquefem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MONACHA Vestis — Graece Μοναχὴ, in Periplo Rubri Maris, Καὶ ὀθόνιον Ι᾿νδικὸν τὸ πλατύτερον, ἡ λεγομένη Μοναχὴ καὶ σαγματογῆναι καὶ περιζώματα καὶ καινάκαι; sigularis est e lino Indico vestis vel tunica, cui σαγματογήνη (lege σαγματοπήνη) opposita. Vocatautem… … Hofmann J. Lexicon universale
Σολωμός, Διονύσιος — Έλληνας ποιητής (Ζάκυνθος 1798 Κέρκυρα 1857). Σε ηλικία δέκα ετών, ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του, τον έστειλε ο κηδεμόνας του στην Ιταλία, όπου έμεινε δέκα χρόνια, κατά τα οποία φοίτησε σε σχολεία διαφόρων πόλεων (Βενετία, Κρεμόνα,… … Dictionary of Greek